- υποβραγχιακός
- -ή, -ό, Ν1. (συγκρ. ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατώτερο ή στο τέταρτο τμήμα ενός βραγχιακού τόξου2. φρ. α) «υποβραγχιακός χώρος»(συγκρ. ανατ.) ο χώρος κάτω από τα βράγχια στα δεκάποδα καρκινοειδήβ) «υποβραγχιακοί μύες»(συγκρ. ανατ.) i) απλό μυϊκό σύστημα τών γναθόστομων ιχθύων, αποτελούμενο από μυς που εκτείνονται από τη θωρακική ζώνη ώς τις βάσεις τού βραγχιακού τόξου, τού υοειδούς τόξου και τής κάτω παγόναςii) οι μύες τών χερσαίων σπονδυλοζώων και τών θηλαστικών που έχουν εξελιχθεί από το πρόσθιο τμήμα τού υποβραγχιακού μυϊκού συστήματος και μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται ο γλωσσικός, ο υογλωσσικός, ο βελονογλωσσικός, ο υοειδής κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypobranchial].
Dictionary of Greek. 2013.